- γεωμορια
- γεωμορίαγεω-μορίαἥ1) землепашество Anth.2) жатва
(λιπαρά Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λιπαρά Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γεωμορία — γεωμορίᾱ , γεωμορία portion of land fem nom/voc/acc dual γεωμορίᾱ , γεωμορία portion of land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορία — γεωμορία, η (Α) [γεωμόρος] 1. τμήμα γης 2. η γεωργία 3. η συγκομιδή 4. διανομή τής γης … Dictionary of Greek
γεωμορίᾳ — γεωμορίαι , γεωμορία portion of land fem nom/voc pl γεωμορίᾱͅ , γεωμορία portion of land fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίας — γεωμορίᾱς , γεωμορία portion of land fem acc pl γεωμορίᾱς , γεωμορία portion of land fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίαν — γεωμορίᾱν , γεωμορία portion of land fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίην — γεωμορία portion of land fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίης — γεωμορία portion of land fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίῃσι — γεωμορία portion of land fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίῃσιν — γεωμορία portion of land fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)